Δημοτικά Τραγούδια

Η μάχη του Κουτσελιού

  Στο Κουτσελιό  έγινε μια από τις μεγαλύτερες μάχες της Ηπειρωτικής κλεφτουριάς. Το 1854 ο ξακουστός αρματολός Θεόδωρος Γρίβας πέρασε τον Άραχθο στη θέση Πλάκα και ανάμεσα από τα Κατσανοχώρια έφτασε στο Κουτσολειό. Εκεί για μια ακόμη φορά σάλπισε στα γύρω χωριά μια ένοπλη εξέγερση των Ηπειρωτών εναντίον των Τούρκων. Στις 26 Φεβρουαρίου όμως ξαφνικά έρχονται πολυάριθμες εχθρικές τουρκικές δυνάμεις και τον χτυπούν με λύσσα. Εκείνος αμύνεται και πολεμάει γενναία. Μα οι Τούρκοι είναι πάρα πολλοί, η βοήθεια του Γρίβα ήρθε και ο πολέμαρχος Σουλιώτης Ζήκος με 400 ατρόμητα παλικάρια, Η μάχη κράτησε οχτώ περίπου ώρες. Οι Έλληνες, αν και λιγότεροι αντιμετώπισαν με παλικαριά τους Τούρκους και τους επέφεραν μεγάλες απώλειες. Ο Γρίβας από προδοσία βρέθηκε περικυκλωμένος και μόλις το βράδυ κατάφερε να απαγκιστρωθεί και να βαδίσει προς το Μέτσοβο. Ο λαός γι αυτό του το κατόρθωμα έφτιαξε τα παρακάτω τραγούδια.

Ήμουν παιδί και γέρασα κι άσπρισαν τα μαλλιά μου.
Μον΄δεν ντροπιάστηκα ποτέ κι εγώ και τ΄άρματά μου
Και τώρα εδώ στο Κουτσιλιό κόντεψα να την πάθω.
Ένας παπάς με πρόδωσε, φαρμάκι να του γένει
η κοινωνία που το΄βαψε τ΄αφορισμένο στόμα
Ένας παπάς με πρόδωκε πώς έπιασα τα σπίτια.
Κι είχα μαζί μου μοναχά τρακόσια παλληκάρια
ο Αβδή -Πασιάς σαν το΄μαθε εσύναξε τ΄ασκέρι
και βγήκε από τα Γιάννενα νύχτα με το σκοτάδι.
Ήρθε και μου ξημέρωσε στου Κουτσελιού τις ράχες
Παρασκευή ξημέρωνε, κρύα παταγωμένη,
κι όντας εξύπνησα πρωί ευρέθηκα κλεισμένος.
Ακούω τα τόπια να βροντούν να πέφτουν τα ντουφέκια
να χλιμιντράνε τ΄άλογα να σκούζουν οι αρβανίτες.
Το Δημητράκη έστειλα στην εκκλησιά ν΄ανέβει
κι εγώ απ΄τα σπίτια του χωριού αρχίζω το ντουφέκι
όσα μολύβια έρριχνα έπεφταν σε πουρνάρια. 
Εβάσταξε ο πόλεμος απ΄το πρωί ως το βράδυ
σαν βράδυασε κι απόσκιωσε και πήρ΄να γύρ΄ο ήλιος
ο Λάμπρο Ζήκος κούστηκε σε μια καλή ραχούλα.
Γρίβα μου! βάστα τη φωτιά, βάστα τα μετερίζια.
Τι φέρνω διαλεχτά παιδιά, Σουλιώτες τετρακόσιους.



Στου Κουτσελιού τη μάχη(23 Φεβρουαρίου 1854)
Ένα πουλάκι κάθονταν στου Κουτσελιού τη ράχη.
Δεν ελαλούσε σαν πουλί, ούτε σαν χελιδόνι.
Μον΄ελαλούσε κι έλεγε ανθρώπινη κουβέντα.
- Σήκου Γρίβα, μη κάθεσαι, σήκου Γρίβα και φεύγα,
Αβδή Πασάς συντάσεται με δυο με τρεις χιλιάδες.
Φέρνει κανόνια της στεριάς, φέρνει καβαλλαρία
για να σε πιάσει ζωντανόν, μαζί με το παιδί σου.
Σ΄αυτό το έρμο Κουτσελιό, στον κάμπο του Γιαννίνου.
Τον λόγο δεν απόσωσε, το λόγο δεν απόειπε
Αη Θόδωρος ξημέρωσε ήταν και τ΄όνομά του
Τον Γρίβα τον εκλείσανε νύχτα με το σκοτάδι.
Πέφτουν ντουφέκια σα βροχή, τα τόπια σα χαλάζι,
και τότε ο Γρίβας φώναξε του Δημητράκη λέει:
-Βάστα παιδί μου δυνατά, βάστα το ντουφεκίδι΄
όσο να φτάσει το μιντάτ΄ο Ζέρβας καπετάνιος.
Αβδή πασάς σαν τ΄άκουσε τ΄άσκέρι του μαζώνει
Στα Γιάννενα εγύρισε να μην τον πάρει μέρα.
Με το μισό τ΄ασκέρι του και με τους λαβωμένους.




Άλλα δημοτικά τραγούδια του τόπου μας και της ευρύτερης περιοχής
Ο Γιάννος και η Βαγγελιώ
Ο Γιάννος και η Βαγγελιώ
σ΄ένα σχολειό πηγαίναν.
Μάθαινε ο Γιάννος γράμματα
κι η Βαγγελιώ τραγούδια.
Ο Γιάννος την αγάπησε
γυναίκα να την πάρει.
Μάνα μου θέλω να σου πω
θέλω να σου μιλήσω.
Τη Βαγγελιώ αγάπησα
γυναίκα να την πάρω.
Οχιά να φάει τη γλώσσα σου
κ αστρίτσι το κορμί σου
που πήγες και αγάπησες
την πρώτη ξαδερφή σου.


Το ίδιο τραγούδι σε παραλλαγή
Ο Γιάννος και η Μαριγώ σ΄ένα σχολειό διαβάζουν.
Γιάννος μαθαίνει γράμματα κι η Μαριγώ τραγούδια.
Αυτά τα δυο αγαπιότανε, κανένας δεν το ξέρει.
Μια Κυριακή και μια γιορτή και μια καλή μερούλα,
Ο Γιάννος εξεστόμισε, της μάνας του το λέει.
Μάνα τη Μάρω αγαπώ γυναίκα θα την πάρω.
Τι λες αφτού παλιόπαιδο και φίδι δαγκαμένο
Η Μάρω είναι ξαδέρφη σου, πρώτη ξαδερφή σου
Κάλιο ν΄ακούσω σάβανο για να σε σαβανώσω
παρά να ακούσω στέφανα για να σε στεφανώσω.




Μηλίτσα που΄σουν στον γκρεμό
Μηλίτσα που ΄σουν στο γκρεμό στα μήλα φορτωμένη.
Τα μήλα σου λιμπίζομαι και το γκρεμό φοβούμαι
Σαν το φοβάσαι το γκρεμό έλα το μονοπάτι.
Το μονοπάτι έρχομαι και βρίσκω τρία μνήματα
Τα τρία αράδα αράδα ήτανε το ένα δεν το είδα
Και πήγα και το πάτησα στα μάτια και στα φρύδια
Κι ακούω ένα νέο που βόγκηξε σαν πρώτο παληκάρι
Αν είναι νιος ας με πατεί αν είναι γέρος το δρόμο μου να πάρει.




ΜΗΛΙΤΣΑ, ΠΟΥ ΄ΣΑΙ ΣΤΟ ΓΚΡΕΜΟ (παραλλαγή από ιντερνετ)
- Μηλίτσα, που ‘σαι στο γκρεμό, μηλίτσα, μηλίτσα.
Στα μήλα φορτωμένη, μηλίτσα, μηλίτσα.
Τα μήλα σου τα’ αρέγομαι, μηλίτσα, μηλίτσα,
μα το γκρεμό φοβάμαι, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
- Αν το φοβάσαι το γκρεμό, μηλίτσα, μηλίτσα,
έλα απ’ το μονοπάτι, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
Το μονοπάτι μ’ έβγαλε, μηλίτσα, μηλίτσα.
σ’ ένα έρημο εκκλησάκι, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
Εκεί ήταν τρία μνήματα, μηλίτσα, μηλίτσα.
Τα τρία αράδα, αράδα, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
Το ‘να το ξεχωριστό, μηλίτσα, μηλίτσα
ξεχωριστό από τ’ άλλα, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
Δεν το είδα και το πάτησα, μηλίτσα, μηλίτσα
απάνω στο κεφάλι, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
Ακούω το μνήμα να βουγκάει, μηλίτσα, μηλίτσα,
και βαριαναστενάζει, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
- Ποιος είσαι συ που με πατάς, μηλίτσα, μηλίτσα
απάνω στο κεφάλι, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
Τάχα δεν ήμουν κι εγώ νιος, μηλίτσα, μηλίτσα
δεν ήμουν παλικάρι, μηλίτσα και ροϊδίτσα.
Τάχα δεν επερπάτησα, μηλίτσα, μηλίτσα
νύχτες δίχως φεγγάρι, μηλίτσα και ροδίτσα.


Δεν μπορώ μανούλα
-Δεν μπορώ μανούλα μ΄, δεν μπορώ
σύρε να φέρεις το γιατρό,
θα πεθάνω η δόλια θα χαθώ.
Αγάπησα μάνα μ΄, αγάπησα
πικρά η μαύρη το μετάνιωσα
μανούλα μου δε σ΄άκουσα.
Ζήλεψα μάνα μ΄την ομορφιά
τώρα είμαι άρρωστη βαριά
θα πεθάνω η δόλια κι είμαι νια.
-Σώπα τσούπρα μ΄και μην κλαις εσύ
θα φέρω το γιατρό ταχιά πρωί
να σου γιάνει κόρη μ΄την πληγή.


1. Κύκλες ( Καγκελάρι)
Τέτοιαν ώ- τέτοιαν ώ- τέτοιαν ώρα ήταν εψές,
Τέτοιαν ώρα ήταν εψές τέτοια και παραπροψές
Τέτοια και τέτοια και – τέτοια και παραπροψές,
Τέτοια και παραπροψές – τέτοια ώρα χόρευαν στου χωριού το χώροστασι.
( κατά αυτόν τον τρόπο τραγουδιέται και συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο και παρακάτω )
Χόρευαν οι νιες κι οι γριες – και κορίτσια ανύπαντρα
Μπαϊραχτάρη του χορού – συ που σέρνεις το χορό,
Σαν κλωνί βασιλικό – σαν κλωνάρ’ αμάραντο
Να το ‘χα στον κήπο μου – να το συχνοπότιζα
Τεταρτοπαράσλευα – και Σαββατοκύριακα.
Μπαϊραχτάρη του χορού – συ που σέρνεις το χορό
Σαν κλωνί βασιλικό – σαν κλωνάρ’ αμάραντο
Κάνε κύκλες στο χορό – κάντε τετρακάγκελα
Τετρακαγκελίσματα – και κλωθογυρίσματα.
Μεσ’ τη δίπλη του χορού – κάθονταν χρυσός αετός
Και τσιμπάει τα νύχια του – τα χρυσά φτερούδια του
Τα βασιλικούδια του – το θεό παρακαλεί
Θεέ μου δώσ’ μου δύναμη – να χυθώ ν’ αδράξω μια
Κι αν δεν την εδιάλεγα – να ‘πεφταν τα νύχια μου
Τα χρυσά φτερούδια μου – τα βασιλικούδια του.
Μπαϊραχτάρη του χορού – συ που σέρνεις το χορό
Τράβα σιάσε το χορό – είμαι ξένος και θα ιδώ
Και θα πάω να μολογώ – σ’ όσες χώρες κι αν διαβώ
Σ’ οσες χώρες και χωριά – και στον πέρα μαχαλά
Πέθανε μια καλογριά – και την παν’ στην εκκλησιά
Με λαμπάδες με κεριά – με λαμπρά κονίσματα
Με λαμπρά κονίσματα – κι ο Δεσπότης πάει μπροστά
Πέντε Διάκοι από κοντά – ψέλοντας διαβάζοντας και μοιρολογίζοντας.
Μα τον άγιο Αι-Γιάννη – κι ο χορός παεί γαϊτάνι
Μα τον άγιο Αι-Γιάννη – τι χορός θα γίνει τώρα
Μα τον άγιο Κωνσταντίνο – το χορό δεν τον αφήνω
Μα τον άγιο Αι-Θανάση – κι ο χορός δε θα χαλάσει
Μα τον άγιο Αι-Σέννη – τ’ Κυριακή θα φυγν’ οι ξένοι.