Συνεντεύξεις

Συνέντευξη που πήρε η Δήμητρα από  την κ. Κούλα και τον κ. Βασίλη


Δήμητρα: Γεια σας κ. Κούλα και κ. Βασίλη. Μπορείτε να μου πείτε πώς περνούσατε τα παλιότερα         χρόνια; Πώς ήταν μια συνηθισμένη μέρα σας;
κ. Κούλα: Ξυπνούσαμε τα χαράματα και ετοιμαζόμασταν να πάμε στα ζώα και στα χωράφια. Το        μικρότερο παιδί το έπαιρνα "ζαλίκι" όπως λέγαμε. Το έδενα με τριχιά πίσω στην πλάτη μου και στο χέρι είχα το τσουκάλι, δηλαδή την κατσαρόλα και ξεκινούσα για τα χωράφια. Τα μεγαλύτερα παιδιά έρχονταν με τα πόδια και βοηθούσαν κι αυτά όπως μπορούσαν.
κ. Βασίλης: Ήταν δύσκολη η ζωή τότε, κοιμόμασταν νωρίς το βράδυ γιατί δεν είχαμε ρεύμα, παρά μόνο μια λάμπα. Από τα χαράματα ξεκινούσαμε τις δουλειές μας στα χωράφια μας, να φτιάξουμε   και ζώα τα μας. Ούτε νερό δεν είχαμε . Το μαζεύαμε στην στέρνα και το βγάζαμε με κουβάδες και το κουβαλούσαμε με το γκιούμι στο σπίτι. Βγαίναμε το πρωί να πλυθούμε έξω από το σπίτι σ΄ένα νεροχύτη που είχαμε .

Δήμητρα: Πότε μαζευόσαστε στο σπίτι να φάτε;
κ. Κούλα: Μαζευόμαστε μόλις πριν νυχτώσει στο σπίτι.Στρώναμε το τραπέζι που ήταν μια μεγάλη τάβλα και καθόμασταν τριγύρω. Πρώτα βάζαμε φαγητό στον παππού, στη γιαγιά, στους άλλους μεγάλους, μετά στα παιδιά και τελευταία εγώ που ήμουν νύφη. Μερικές φορές δεν έφτανε το φαγητό και έμενα νηστική. Δεν τολμούσα ν άγγίξω το φαγητό, αν δεν έτρωγε ο παππούς.
κ. Βασίλης: Ήταν πιο δύσκολο για τις γυναίκες. Η κυρα-Κούλα καθόταν όρθια μέχρι να φάμε εμείς και μετά έτρωγε. Κρέας τρώγαμε στις μεγάλες γιορτές. Χριστούγεννα, Πάσχα και Δεκαπενταύγουστο.

Δήμητρα: Είχατε καλοριφέρ σπίτι σας;
κ. Βασίλης: Είχαμε μόνο ένα μπουχαρί (τζάκι) και όλα τ΄άλλα δωμάτια ήταν κρύα. Βέβαια επειδή ήμασταν πολλά άτομα στο σπίτι κοιμόμασταν όλοι μαζί, γιατί δεν είχαμε αρκετό χώρο.
κ. Κούλα: Ευτυχώς άλλαξαν τα πράγματα, Δήμητρα, και τώρα ΄μπορούμε και ζούμε με τις ανέσεις μας.

Δήμητρα: Σας ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σας και τη βοήθειά σας κ. Κούλα και κ. Βασίλη.
κ.Κούλα: Να σαι καλά παιδί μου. Χαρά μας να σου πούμε όσα ξέρουμε και όσα ζήσαμε.

Δήμητρα: Γεια σας.
 κ. Βασίλης: Γεια σου, παιδί μου.






H συνέντευξη του Λευτέρη Κούτ.
Η γιαγιά μου έζησε στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο με του Γερμανούς και τους Ιταλούς. Σε μια προσπάθειά μου να καταγράψω κάποιες από τις φοβερές στιγμές που έζησε, έκανα μια συζήτηση  μαζί της.


Λευτέρης: Γιαγιά, πόσων χρονών ήσουν ,όταν μπήκαν οι Γερμανοί στο χωριό;
Γιαγιά: Ήμουν πολύ μικρή, περίπου οκτώ χρονών.


Λευτέρης: Ποια χρονιά μπήκαν οι Γερμανοί στο χωριό;
Γιαγιά: Κανονικά ο πόλεμος άρχισε το 1940, αλλά οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό το 1944.


Λευτέρης: Γιαγιά, πώς ξεφεύγατε από τους Γερμανούς;
Γιαγιά: Ο πατέρας μου μαζί με τα αλλά αδέλφια μου μας έπαιρνε και μας έκρυβε σε ένα λάκο που χρησιμοποιούσαν τότε οι χωριανοί ως καταφύγιο.


Λευτέρης: Πώς ήταν η ζωή όταν μπήκαν οι Γερμανοί στο χωριό;
Γιαγιά: Η ζωή ήταν δύσκολη .Υπήρχαν λίγες τροφές , ο κόσμος πεινούσε και ζούσε με τον φόβο. Οι Γερμανοί είχαν επιτάξει πολλά σπίτια καθώς και το δικό μας.


Λευτέρης: Τι ήταν αυτό που σου έκανε περισσότερο εντύπωση από εκείνη την περίοδο;
Γιαγιά: Αυτό που θυμάμαι πιο έντονα ήταν ένας ψηλός Γερμανός στρατιώτης, ο Κάρλος. Στην προσπάθειά του να ηρεμήσει και να ξεκουραστεί, έπαιζε μαζί μας και μας έδινε από λίγο ψωμί. Τι να το κάνεις κι αν είχε καλή καρδιά, παιδάκι μου. Ο πόλεμος είναι πόλεμος και σπέρνει παντού τη φρίκη και το πόνο.